- ηλεκτράμαξα
- ησιδηροδρομικό όχημα έλξης που κινείται με ηλεκτρική ενέργεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electric locomotive < electric (πρβλ. ηλεκτρικός) + locomotive «άμαξα». Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.